αστενοχώρητος

αστενοχώρητος
-η, -ο (AM ἀστενοχώρητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στενοχωρηθεί ή λυπηθεί για τίποτε
2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στενοχωριέται κάποιος
αρχ.-μσν.
Ι. εκείνος που δεν αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, που χωρά άνετα κάπου («θεὸν ἀχώρητον ἐν Σοὶ δὲ χωρητὸν καὶ ἀστενοχώρητον», Επιφάν.)
II. επίρρ. ἀστενοχωρήτως
1. χωρίς να περιορίζει
2. χωρίς να περιορίζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αστενοχώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε στενοχωρήθηκε ή δε στενοχωριέται από κάτι: Είναι άνθρωπος αστενοχώρητος, γι αυτό δε γερνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθλιβος — η, ο αστενοχώρητος: Τη ζωή του την είχε περάσει άθλιβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακακοκάρδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κακοκαρδίζει, δεν πικραίνεται εύκολα: Ήταν άνθρωπος ακακοκάρδιστος, αστενοχώρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”